κατακρέμαμαι

κατακρέμαμαι
κατακρέμαμαι (Α)
κρέμομαι από κάποιο μέρος προς τα κάτω, αιωρούμαι («σκέλεα δὲ ἀμφότερα κατακρέμαται μετέωρα», Ηρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατακρήμναμαι — (Α) κατακρέμαμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρήμναμαι «κρέμομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”